- πρόκας
- πρόξroe deerfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκάς — άδος, ἡ, Α είδος ζαρκαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προκάς προήλθε από το πρόξ, κός «είδος ζαρκαδιού» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δόρξ, κός: δορκάς)] … Dictionary of Greek
προκάδων — προκάς fem gen pl προκά̱δων , προκήδομαι take care of pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek
perk̂-2, prek̂- — perk̂ 2, prek̂ English meaning: spotted Deutsche Übersetzung: “gesprenkelt, bunt”, often zur Bezeichnung gesprenkelter, farbig getupfter Tiere Material: With n formant: O.Ind. pr̥sni “mottled, speckled, *tabby, varicolored”, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary